Έφυγα από το σπίτι μου. Κι ήξερα ότι μπορεί να γυρίσω και να το βρω στάχτες.
Το βιος μου δεν κάηκε. Όμως λίγη σημασία έχει. Κι αυτό γιατί κάποιων άλλων ανθρώπων το βιος χάθηκε. Κι οι ζωές τους καταστράφηκαν. Και το δάσος σακατεύτηκε.
Την ώρα που μεγάλες πυρκαγιές μαίνονται στη χώρα (μεταξύ άλλων στη Δαδιά του Έβρου, στα Βατερά Λέσβου, στο Ακριτοχώρι Μεσσηνίας και τη Βάλια Κάλντα στα Γρεβενά), μοιράζομαι μαζί σας την εμπειρία μου από τη μεγάλη φωτιά στην Αττική, η οποία κατέστρεψε σπίτια γειτόνων και από τύχη άφησε ανέπαφο το δικό μου. Το δάσος, φυσικά, χάθηκε για όλους.
Τετάρτη, 20 Ιουλίου. Ξυπνάω γύρω στις τρεις το πρωί. Αποπνικτικός καπνός έχει βαρύνει το υπνοδωμάτιο. Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να κάνω καλό ύπνο και σηκώνομαι να πιω λίγο νερό, μπας και ηρεμήσω.
Τσεκάρω το κινητό μου. Δύο μηνύματα από φίλους, ο ένας μάλιστα με ρωτάει αν θέλω να με φιλοξενήσει απόψε σπίτι του. Και στο καπάκι ειδοποίηση από το 112.
Κάτι άσχημο πρέπει να ‘χει συμβεί στη μια ώρα που μ’ έχει πάρει ο ύπνος, σκέφτομαι.
Μπαίνω να δω ειδήσεις.
«Οι κάτοικοι αρχίζουν να εκκενώνουν τον Γέρακα», διαβάζω. Το σπίτι μου είναι στον Γέρακα.
Και κάπως έτσι στα ξαφνικά η ζωή μου παίρνει ανάποδη τροπή. Και δεν μπορώ παρά ν’ αρχίσω ν’ αναρωτιέμαι: Μετά την Ηλεία, μετά το Μάτι, μετά τη βόρεια Εύβοια, ήρθε η ώρα να καεί το δικό μου σπίτι;
Βγαίνω στο μπαλκόνι. Τα μάτια μου μπουκώνουν και μετά βίας διακρίνουν το καμπαναριό από την εκκλησία της γειτονιάς, κάμποσα μέτρα από το διαμέρισμα. Και πίσω από τον τρούλο, στο βάθος, ο ουρανός έχει πυρώσει μέσα στο σκοτάδι.
Η φωτιά είναι όντως κοντά.
Μπαίνω μέσα. Βάζω στα γατιά μου να φάνε και κατεβάζω τα κλουβάκια τους από την ντουλάπα, να τα ’χω κοντά στην πόρτα, έτοιμα να φύγουμε αν -ή μήπως ήδη όποτε;- χρειαστεί.
Για πρώτη φορά σκέφτομαι στα πολύ πρακτικά: Τι πρέπει ή, καλύτερα, τι μπορώ να πάρω μαζί μου άμα καεί το σπίτι; Σίγουρα όσα παίρνω κάθε πρωί για να πάω γραφείο: το κινητό, τα κλειδιά (η ειρωνεία της συνήθειας!), τον υπολογιστή, κάναν φορτιστή, πορτοφόλι, άντε και το διαβατήριο. Και λίγο νερό. Και τα γατιά.
Και με τα υπόλοιπα τι θα γίνει;, σοβαρεύει το μέσα μου. Με τα έπιπλα και τις συσκευές που μ’ έφαγε η αποταμίευση να τα πάρω; Αλλά και με τα πιο μικρά, τα βιβλία, τις φωτογραφίες, τους δίσκους; Τι θ’ απογίνουν όλα αυτά που πλάθουν τη ζωή μου;
Γρήγορα βρίσκω την προφανή απάντηση. Στάχτη θ’ απογίνουν και θα χαθούν.
Ξέρω, όλα αυτά οι άνθρωποι τα ξέρουμε. Όμως τα ξέρουμε από μακριά, μέχρι να μπουν στη ζώνη όπου το κακό αποκτά ένα ψήγμα πιθανότητας να γίνει πραγματικότητα και να μας πάρει και να μας σηκώσει.
Βγαίνω έξω, πάω να βρω τη φωτιά πριν με βρει εκείνη. Αυτό με ηρεμεί κάπως, προς το παρόν.
Μου παίρνει κάνα πεντάλεπτο με τα πόδια να τη φτάσω.
Κι έτσι, μέσα στη νύχτα, αρχίζω να βλέπω ανθρώπους να παλεύουν, μπας και σώσουν δέντρα και περιουσίες. Πυροσβέστες, εθελοντές, πολίτες. Με μάνικες. Με μπουλντόζες, με κλαδιά. Με μπόλικο στανιό και βλαστήμια.
Ώρες πέρασαν μέχρι να γυρίσω στο σπίτι, μετά το ξημέρωμα. Μέχρι την επιστροφή μου, είμαι από τους τυχερούς, οι τοίχοι είναι ακόμα στη θέση τους.
Για μένα έχει σημασία ότι δεν κάηκε το βιος μου, όμως για τον κόσμο λίγη σημασία έχει. Κι αυτό γιατί μπορεί εγώ αυτή τη φορά να τη γλίτωσα, όμως κάποιων άλλων ανθρώπων το βιος εξαφανίστηκε. Κι οι ζωές τους καταστράφηκαν. Και το δάσος σακατεύτηκε.
Με στοιχειώνει η εικόνα ενός ηλικιωμένου ζευγαριού που πέτυχα στον σταθμό του μετρό στην Παλλήνη, πάνω στη Μαραθώνος. Είχαν καθίσει πάνω στα σακ βουαγιάζ τους, μ’ ό,τι είχαν προλάβει να χώσουν τσαλακωμένο μέσα απ’ τις ζωές τους. Κι έκλαιγαν με αξιοπρέπεια. Ό,τι τους απέμεινε να κάνουν, αφού το σπίτι τους χάθηκε.
Με στοιχειώνει η εικόνα ενός παππού που προσπαθούσε να τα βάλει με τη φωτιά καθώς αυτή έγλειφε την αυλόπορτά του, την ώρα που η κόρη του του ‘λεγε και του ξανάλεγε να βάλει μυαλό και να φύγει από ‘κει, γιατί δεν ήθελε πολύ οι φλόγες να τον περικυκλώσουν. Κι εκεί που κι αυτοί οι άνθρωποι έκλαιγαν μέσα στην ανείπωτη στεναχώρια και την απελπισία του ρίσκου -να τ’ αφήσουν να το ρημάξει η φωτιά ή να πάνε να το σώσουν με κίνδυνο να τους πάρει κι αυτούς μαζί;-, εμφανίστηκαν δύο υδροφόρες της Πυροσβεστικής και έσωσαν τσιμέντα και ανθρώπους την τελευταία στιγμή.
Με στοιχειώνει η εικόνα ενός ανθρώπου που ενώ καιγόταν η επιχείρησή του ολοσχερώς, εκείνος προσπαθούσε να σώσει το φορτηγό του από το σακατεμένο οικόπεδο, δίνοντας οδηγίες στον χειριστή μιας μπουλντόζας για το πώς να ρίξει χώμα στη φωτιά και να τραβήξει το φορτηγό έξω. Μα πού βρίσκεις δύναμη να σώσεις ένα όχημα με σκασμένα λάστιχα όταν μπροστά στα μάτια σου βλέπεις το μαγαζί σου να γίνεται στάχτη;
Το φορτηγό το πρόλαβε η φωτιά, πάει κι αυτό.
Καθώς γράφω αυτές τις λέξεις, ένα ερώτημα με κυνηγάει. Θα βρουν αυτοί οι άνθρωποι τη δύναμη να ξαναστρώσουν τις ζωές τους; Ή θα τους πάρει από κάτω, περιμένοντας στωικά, έρμαια σωστά, την κεντρική κυβέρνηση και την τοπική αυτοδιοίκηση να τους πουν με ποια κριτήρια και διαδικασία θα πάρουν αποζημίωση, πόση θα είναι αυτή, πότε θα είναι αυτή, αν τελικά είναι αυτή και με ποια προβλεπόμενη καθυστέρηση;
Κι εγώ; Θ’ άντεχα στη θέση τους;
Είναι πολύ νωρίς για να δούμε γιατί η Αττική κάηκε για άλλη μια φορά, έναν χρόνο μετά τις μεγάλες φωτιές στη Βαρυμπόμπη. Το ρεπορτάζ θα δείξει αν το σύστημα απέτυχε στα μέτρα πρόληψης ή στο σύστημα πυρόσβεσης ή και στα δύο, για τα οποία αρμοδιότητες έχουν τόσο η κεντρική κυβέρνηση όσο και η τοπική αυτοδιοίκηση κι άρα πρέπει να μας πουν τι πήγε -πάλι, πάλι- λάθος.
Μήπως η κυβέρνηση δεν έπρεπε να μονιμοποιήσει 3.266 ιερείς, για να λάβει προληπτικά μέτρα κατά των πυρκαγιών ή να ενισχύσει την Πυροσβεστική; Μήπως οι δήμαρχοι δεν ξεχορτάριασαν; Μήπως και τα δύο; Μήπως και πολλά ακόμη;
Κι όταν καταλαγιάσουν οι φλόγες που καίνε σήμερα τη χώρα (μεταξύ άλλων, στη Δαδιά του Έβρου, στα Βατερά Λέσβου, στο Ακριτοχώρι Μεσσηνίας και τη Βάλια Κάλντα στα Γρεβενά), μήπως αποτύχουμε και στον τρίτο πυλώνα αντιμετώπισης των πυρκαγιών μετά την πρόληψη και την καταστολή, που είναι η αποκατάσταση των δασών;
Διαβάστε ακόμη: Η Ελλάδα στέλνει (παράνομα) τα σκουπίδια της στη Λιβερία
Αυτά θα τα μάθουμε εν καιρώ. Όμως αυτό που σίγουρα ξέρουμε είναι ότι, εφόσον δεν θεωρούμε συμπαντικό αναπόφευκτο και κακό της μοίρας μας τις μεγάλες πυρκαγιές που κατέστρεψαν δάση και περιουσίες το 2007, το 2018, το 2021 και, καθώς φαίνεται, και φέτος, κάπου υπάρχει μια ευθύνη που δεν λειτουργεί το σύστημα και κόποι χρόνων και οικοσυστήματα αιώνων παραδίνονται ξανά στις φλόγες.