Καλημέρα!
Με μεγάλη χαρά μοιράζομαι μαζί σας ότι από την προσεχή Πέμπτη, 8 Ιουνίου, θα κυκλοφορεί το βιβλίο «Στη χώρα του Χωσέ» από τις εκδόσεις Key Books. Θέμα του, τα βιώματα του φαντάρου στον ελληνικό στρατό. Τα κακώς κείμενα του στρατιωτικού κατεστημένου. Το βιβλίο είναι ήδη διαθέσιμο για προπαραγγελία εδώ.
Η χαρά είναι πηγαία, καθώς έρχεται ν’ απαλύνει τη μοναξιά της θητείας. Αυτή που σουβλίζει τον οπλίτη στη σκοπιά. Μέσα στη νύχτα. Στην άκρη του πουθενά. Στο μοναστικό κελί του φυλακίου. Εκεί όπου ο στρατιώτης, σαν καλόγερος με κομποσκοίνι, μετρά ανάποδα τις μέρες του, μέχρι την επάνοδό του στα εγκόσμια.
Όλα ξεκίνησαν μιαν άνοιξη, όταν πήρα το χαρτί του στρατού στα χέρια μου. Κατάταξη στη Θ(λ)ήβα. Μετάθεση στη Χίο. Κι έπειτα αποστολή στις Οινούσσες. Στην ανατολική πινέζα του χάρτη. Μια ανάσα απ’ την ελληνοτουρκική μεθόριο. Σε θέσεις μάχης. Με γεμάτα όπλα. Έτοιμοι -και καλά- να σκοτωθούμε.
Απ’ το ξημέρωμα της κατάταξης άρχισα να βγάζω έναν κάλο στον δείκτη του δεξιού μου χεριού. Όχι, δεν ήταν απ’ τη σκανδάλη, αλλά απ’ το στανιό ν’ απλώσω στο χαρτί τα βιώματα και τα συναισθήματά μου, τις προσδοκίες και τις στεναχώριες μου, τις μεταπτώσεις με τις οποίες μ’ αντάριαζε η θητεία. Κι όταν το ‘κοψα για την ευχή της Παναγίας, με το απολυτήριο στα χέρια και τα όνειρα αμολημένα, έπιασα να ξεσκαρτάρω τις καλικατζούρες μου, για να τις κάνω μιαν αφήγηση της περιπέτειας ενός άσημου πεζικάριου, παγιδευμένου στην ακατάπαυστη εναλλαγή μεταξύ του κωμικού και του τραγικού που επιφυλάσσει στα τέκνα της πατρίδας ο ελληνικός στρατός.
Το ημερολόγιο γεννήθηκε απ’ την ανάγκη μου να επιβιώσω -μέσα απ’ την καθαρτική, εξομολογητική δύναμη του γραψίματος- απ’ τα ζόρια της θητείας: το μάντρωμα, τη στέρηση του έρωτα, το γερμανικό, την αϋπνία, τους στρατόκαυλους αξιωματικούς, την οιονεί ανυπαρξία ενός νεκρού πολίτη που στωικά καρτερεί τη νεκρανάστασή του.
Όμως, η έγνοια μου δεν ήταν μόνο να τη βγάλω καθαρή μέχρι τ’ απολυτήριο, τη θεοποιημένη Ροζαλία. Ήταν και να καταγράψω τα κακώς κείμενα γύρω μου: τη βυσματοκρατία, τα τρελόχαρτα, την κακή εκπαίδευση, τις επαναπροωθήσεις, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, την ομοφοβία, τον ρατσισμό, την έχθρα απέναντι σε ό,τι αποσκιρτά απ’ το συντηρητικό τοτέμ του λευκού στρέιτ χριστιανού ορθόδοξου Έλληνα.
Θέλησα ν’ αποτυπώσω με κριτική ματιά όσα ταλαιπωρούν τους φαντάρους, αλλά και τον τόπο. Όσα κάνουν τη θητεία μια «χρήσιμα άχρηστη» εμπειρία. Χρήσιμη σαν συλλογή βιωμάτων. Άχρηστη ως προς την επιτέλεση του σκοπού της. Για όσους απολυμένους θέλουν να ψηλαφίσουν το παρελθόν τους. Για όσους νεοσύλλεκτους θέλουν να γραδάρουν το μέλλον τους. Για όσες κι όσους τους περιμένουν έξω να γυρίσουν. Για όσες κι όσους, εντός και εκτός παραλλαγής, πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το πώς ο στρατός θα σταματήσει να τρώει τα παιδιά του. Και τα χώματα που διακηρύττει ότι υπηρετεί.
Απ’ την πρώτη στιγμή αισθάνθηκα έντονη την ανησυχία μην τυχόν και το βιβλίο διαβαστεί μόνο από άντρες. Πρόκειται για μια αναγνωστική στενότητα, την οποία αποπειράθηκα ν’ αποσοβήσω μέσα απ’ τη συμπερίληψη του -αδικημένου, καθώς υποτιμημένου- γυναικείου αποτυπώματος στον στρατιωτικό βίο. Πράγματι, παρότι η θητεία βαραίνει μόνο όσους γεννιούνται άντρες, η γυναικεία παρουσία, ακόμα και μέσα απ’ την απουσία της, πλανάται διαρκώς σαν φάντασμα πάνω απ’ τους στρατιώτες, βουτηγμένοι καθώς είναι στη στέρηση της γυναικείας σάρκας και ευγένειας. Παράλληλα, αποπειράθηκα να σκιαγραφήσω τον ρόλο της γυναίκας και πέρα απ’ το συλλογικό ασυνείδητο των οπλιτών, καταγράφοντας την πολυεπίπεδη συμβίωση της μορφής της αξιωματικού -της αξιωματικίνας, για να της δώσουμε τον δικό της όρο- με το σεξιστικό στάτους κβο του στρατού.
Το βιβλίο κοσμείται απ’ το επίμετρο του Χριστόφορου Κάσδαγλη, δημοσιογράφου και συγγραφέα του «Απολύομαι και τρελαίνομαι», ενός απ’ τα πλέον εμβληματικά συγγραφικά πονήματα που έχουν γραφεί για τη θητεία στον ελληνικό στρατό.
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι δημιούργημα της art director Αλεξίας Μπαράκου. Για να πω την αλήθεια, όταν η Αλεξία μοιράστηκε μαζί μου το προσχέδιο, η εικόνα του μεσαίου δάχτυλου μού δημιούργησε ενδοιασμούς. Στην αρχή μάλιστα, κάπως ενστικτωδώς, την απέρριψα, μιας που μού φάνηκε υπερβολικά τολμηρή. «Μήπως προβοκάρουμε για να προβοκάρουμε;», αναρωτήθηκα.
Δεν θα μπορούσα να κάνω περισσότερο λάθος. Κι αυτό γιατί, καθώς το εξώφυλλο μέστωνε μέσα μου, άρχισα να καταλαβαίνω ότι το μεσαίο δάχτυλο ενός στρατιωτικού χεριού, πλαισιωμένο απ’ το μουντό πράσινο και τα γαλόνια της παραλλαγής, αποτυπώνει σε μια άμεση εικόνα τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους το στρατιωτικό κατεστημένο συνθλίβει τόσο τα πλάσματα του στρατού όσο και τα ιδεώδη που έχει αναλάβει να υπερασπίζεται. Η ανάγνωση του βιβλίου, νομίζω, το επιβεβαιώνει.
Η παραπάνω ιδέα του εξωφύλλου, άλλωστε, έπρεπε να γίνει για έναν ακόμη λόγο σεβαστή. Ως η έμπνευση μιας γυναίκας, για ένα σύμπαν βουτηγμένο στην ανδρική αδυναμία.